- ἀποτείχισμα
- ἀπο-τείχισμα, ἀπο-τειχισμός, Verschanzung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀποτείχισμα — lines of blockade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτείχισμα — ἀποτείχιμα, το (Α) τείχος για αποκλεισμό, περιτείχισμα … Dictionary of Greek
ἀποτειχισμάτων — ἀποτείχισμα lines of blockade neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτειχίσματα — ἀποτείχισμα lines of blockade neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτειχίσματος — ἀποτείχισμα lines of blockade neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)